- περικλύμενο(ν)
- το, ΝΑτο φυτό αιγόκλημααρχ.πιθ. το κυκλάμινο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… … Dictionary of Greek
σπληνίο — το / σπληνίον, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων νεοελλ. φρ. «σπληνίο μεσολοβίου» ανατ. το πίσω άκρο τού μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού… … Dictionary of Greek
Αμφίδικος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θηβαίος ήρωας, γιος του Αστάκου. Όπως αναφέρουν ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, διακρίθηκε μαζί με τους αδελφούς του Ίσμαρο, Λέαδο και Μελάνιππο, εναντίον των Αργείων που είχαν εκστρατεύσει στη Θήβα με επικεφαλής τον Πολυνείκη… … Dictionary of Greek